„ανοργάνωτος“ ανοργάνωτος [anorˈɣanotos], ανοργάνωτη, ανοργάνωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unorganisiert unorganisiert ανοργάνωτος ανοργάνωτος