ανισορροπία
[anisoroˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gleichgewichtsstörungθηλυκό | Femininum, weiblich fανισορροπίαανισορροπία
- Unausgeglichenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fανισορροπία ψυχολογία | Psychologieψυχολανισορροπία ψυχολογία | Psychologieψυχολ