ανεμόπτερο
[aneˈmoptero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Segelflugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nανεμόπτεροανεμόπτερο
esempi
- ανεμόπτερο αιωροπτερισμού αθλητισμός | SportαθλHängegleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m