„ανατολικός“ ανατολικός [anatoliˈkos], ανατολική, ανατολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) östlich, Ost- östlich, Ost- ανατολικός ανατολικός esempi (στα) ανατολικά östlich (γενική | Genitivgen von) (στα) ανατολικά Ανατολική ακτήθηλυκό | Femininum, weiblich f Ostküsteθηλυκό | Femininum, weiblich f Ανατολική ακτήθηλυκό | Femininum, weiblich f Ανατολική Ευρώπηθηλυκό | Femininum, weiblich f Osteuropaουδέτερο | Neutrum, sächlich n Ανατολική Ευρώπηθηλυκό | Femininum, weiblich f ανατολικό μπλοκουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιστορία | Geschichteιστ συχνά θεωρείται προσβολή | wird oft als beleidigend empfundenneg! Ostblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατολικό μπλοκουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιστορία | Geschichteιστ συχνά θεωρείται προσβολή | wird oft als beleidigend empfundenneg! nascondi gli esempimostra più esempi