ανατολικοασιατικός
[anatolikoasiatiˈkos], ανατολικοασιατική, ανατολικοασιατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ostasiatischανατολικοασιατικόςανατολικοασιατικός