αναρριχητικός
[anariçitiˈkos], αναρριχητική, αναρριχητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- αναρριχητική τριανταφυλλιάθηλυκό | Femininum, weiblich fKletterroseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναρριχητικό φυτόουδέτερο | Neutrum, sächlich nKletterpflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναρριχητικός όμιλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWandervereinαρσενικό | Maskulinum, männlich m