αναπτύσσω
[anapˈtiso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- entwickelnαναπτύσσω εξελίσσωαναπτύσσω εξελίσσω
- darstellen, darlegen, entfaltenαναπτύσσω εκθέτω διεξοδικάαναπτύσσω εκθέτω διεξοδικά
- entfaltenαναπτύσσω ιδιότητα, ταλέντο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαναπτύσσω ιδιότητα, ταλέντο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ