„αναπάντεχος“ αναπάντεχος [aneˈpandexos], αναπάντεχη, αναπάντεχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unerwartet unerwartet αναπάντεχος αναπάντεχος