„αναμειγνύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναμειγνύομαι [anamiˈɣniome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sich einmischen sich einmischen αναμειγνύομαι αναμειγνύομαι