αναλογικός
[analojiˈkos], αναλογική, αναλογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- verhältnismäßig, proportionalαναλογικόςαναλογικός
- analogαναλογικός ρολόιαναλογικός ρολόι
esempi
- αναλογική ψήφοςθηλυκό | Femininum, weiblich fVerhältniswahlθηλυκό | Femininum, weiblich f