ανακηρύσσω
[anakjiˈriso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- öffentlich erklärenανακηρύσσω γνωστοποιώ δημοσίωςανακηρύσσω γνωστοποιώ δημοσίως
- ernennen (αιτιατική | Akkusativakk zuδοτική | Dativ dat)ανακηρύσσω αναγορεύωανακηρύσσω αναγορεύω