ανακατεύω
[anakaˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (ver)mischen (με mit)ανακατεύω αναμειγνύωvermengenανακατεύω αναμειγνύωανακατεύω αναμειγνύω
- verrührenανακατεύωανακατεύω
- verwickeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανακατεύω εμπλέκωανακατεύω εμπλέκω
- durcheinanderbringenανακατεύω φέρνω ακαταστασίαανακατεύω φέρνω ακαταστασία
- durchwühlenανακατεύω συρτάριανακατεύω συρτάρι
- umrührenανακατεύω καφέ, φαγητόανακατεύω καφέ, φαγητό
- zerzausenανακατεύω μαλλιάανακατεύω μαλλιά
- anrührenανακατεύω γύψο, κόλλαανακατεύω γύψο, κόλλα