αναβάλλω
[anaˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-αλα; -λήθηκα; -λημένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vertagenαναβάλλω συνεδρίαση, διαπραγματεύσειςαναβάλλω συνεδρίαση, διαπραγματεύσεις
- verschiebenαναβάλλω γιορτή, ραντεβούαναβάλλω γιορτή, ραντεβού
- aufschiebenαναβάλλω κάτι δυσάρεστοαναβάλλω κάτι δυσάρεστο
- zurückstellenαναβάλλω σχέδιααναβάλλω σχέδια
esempi
- αναβάλλω κάποιονjemanden auf später vertrösten