„ανία“: θηλυκό ανία [aˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Langeweile Langeweileθηλυκό | Femininum, weiblich f ανία ανία esempi από ανία aus από ανία από ανία vor Langeweile από ανία