„ανέχομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα ανέχομαι [aˈnexome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) dulden, tolerieren, hinnehmen, zulassen, ertragen vertragen dulden, tolerieren, hinnehmen, zulassen, ertragen ανέχομαι ανέχομαι vertragen ανέχομαι κριτική ανέχομαι κριτική