„ανέφελος“ ανέφελος [aˈnefelos], ανέφελη, ανέφελοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) wolkenlos, ungetrübt wolkenlos ανέφελος ουρανός ανέφελος ουρανός ungetrübt ανέφελος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ανέφελος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ