ανάποδος
[aˈnapoðos], ανάποδη, ανάποδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- umgekehrtανάποδοςανάποδος
- verkehrtανάποδος λάθοςανάποδος λάθος
- eigenwilligανάποδος δύστροπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάποδος δύστροπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
- ανάποδο σουτουδέτερο | Neutrum, sächlich n αθλητισμός | SportαθλRückzieherαρσενικό | Maskulinum, männlich m