„ανάμνηση“: θηλυκό ανάμνηση [aˈnamnisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Erinnerung Erinnerungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάμνηση ανάμνηση esempi σε ανάμνηση zur Erinnerung (γενική | Genitivgen an+αιτιατική | +Akkusativ +akk) σε ανάμνηση