„ανάκτορο“: ουδέτερο ανάκτορο [aˈnaktoro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Palast, Schloss Palastαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάκτορο Schlossουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανάκτορο ανάκτορο