ανάβω
[aˈnavo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
ανάβω
[aˈnavo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα; -φτηκα; -μμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich erhitzenανάβω ζεσταίνομαι, ιδρώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάβω ζεσταίνομαι, ιδρώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- sich aufregenανάβω ταράζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάβω ταράζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- erglühen, entflammenανάβω από έρωτα, πάθοςανάβω από έρωτα, πάθος