αμύνομαι
[aˈminome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-θηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich verteidigen (κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen)αμύνομαιαμύνομαι
- sich wehrenαμύνομαι σε περίπτωση σωματικής επίθεσηςαμύνομαι σε περίπτωση σωματικής επίθεσης