„αμφιβολία“: θηλυκό αμφιβολία [amfivoˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Zweifel Zweifelαρσενικό | Maskulinum, männlich m (για an+δοτική | +Dativ +dat) αμφιβολία αμφιβολία esempi σε περίπτωση αμφιβολίας im Zweifelsfall σε περίπτωση αμφιβολίας έχω αμφιβολίες Zweifel hegen έχω αμφιβολίες