αμέτρητος
[aˈmetritos], αμέτρητη, αμέτρητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unzähligαμέτρητος λάθη, φορέςαμέτρητος λάθη, φορές
- unermesslichαμέτρητος ανυπολόγιστοςαμέτρητος ανυπολόγιστος