αλλιώτικος
[aˈʎotikos], αλλιώτικη, αλλιώτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- andersartigαλλιώτικος άλλου είδουςαλλιώτικος άλλου είδους
- sonderbarαλλιώτικος ιδιόρρυθμοςαλλιώτικος ιδιόρρυθμος