„αλατοπιπερώνω“: μεταβατικό ρήμα αλατοπιπερώνω [alatopipeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) salzen und pfeffern salzen und pfeffern αλατοπιπερώνω αλατοπιπερώνω