ακόρεστος
[aˈkorestos], ακόρεστη, ακόρεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unersättlichακόρεστος πείνα, περιέργειαακόρεστος πείνα, περιέργεια
- ungesättigtακόρεστος χημεία | Chemieχημακόρεστος χημεία | Chemieχημ