ακυρώνω
[akjiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- annullierenακυρώνω γάμο, σύμβασηακυρώνω γάμο, σύμβαση
- aufhebenακυρώνω νόμοακυρώνω νόμο
- abschaffenακυρώνω καταργώακυρώνω καταργώ
- widerrufenακυρώνω ανακαλώακυρώνω ανακαλώ
- stornierenακυρώνω εμπόριο | Handelεμπακυρώνω εμπόριο | Handelεμπ
- abbestellenακυρώνω δωμάτιο, τραπέζιακυρώνω δωμάτιο, τραπέζι
- entwertenακυρώνω εισιτήριοακυρώνω εισιτήριο
- absagenακυρώνω ραντεβούακυρώνω ραντεβού
- streichenακυρώνω πτήσηακυρώνω πτήση