„ακτινογραφώ“: μεταβατικό ρήμα ακτινογραφώ [aktinoɣraˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) röntgen röntgen ακτινογραφώ ακτινογραφώ