ακτινοβολώ
[aktinovoˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- bestrahlenακτινοβολώ ιατρική | Medizinιατρ φυσακτινοβολώ ιατρική | Medizinιατρ φυσ
- ausstrahlenακτινοβολώ θερμότητα, χαρά, ευτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφακτινοβολώ θερμότητα, χαρά, ευτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ακτινοβολώ
[aktinovoˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)