ακρότητα
[aˈkrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Extremουδέτερο | Neutrum, sächlich nακρότηταακρότητα
- Maßlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fακρότητα έλλειψη μέτρουακρότητα έλλειψη μέτρου