„ακρόαση“: θηλυκό ακρόαση [aˈkroasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Anhörung Anhörungθηλυκό | Femininum, weiblich f ακρόαση νομικός όρος | Rechtswesenνομ ακρόαση νομικός όρος | Rechtswesenνομ