ακραίος
[aˈkreos], ακραία, ακραίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Rand-, End-ακραίος στο τέλος, στην άκρηακραίος στο τέλος, στην άκρη
- extremακραίος άποψηακραίος άποψη
esempi
- ακραία κατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fExtremsituationθηλυκό | Femininum, weiblich f