ακοή
[akoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gehörουδέτερο | Neutrum, sächlich nακοή αίσθησηακοή αίσθηση
- Hörvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nακοή ως ιδιότηταακοή ως ιδιότητα