ακατάσχετος
[akaˈtasçetos], ακατάσχετη, ακατάσχετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unstillbarακατάσχετος αιμορραγίαακατάσχετος αιμορραγία
esempi
- ακατάσχετη φλυαρίαθηλυκό | Femininum, weiblich fQuatschereiθηλυκό | Femininum, weiblich f