ακίνητο
[aˈkjinito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Immobilieθηλυκό | Femininum, weiblich fακίνητο σπίτιακίνητο σπίτι
- Grundstückουδέτερο | Neutrum, sächlich nακίνητο οικόπεδοακίνητο οικόπεδο