„αιωρόπτερο“: ουδέτερο αιωρόπτερο [eoˈroptero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Flugdrachen Flugdrachenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιωρόπτερο αιωρόπτερο