αιφνιδιασμός
[efniðiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (unangenehme) Überraschungθηλυκό | Femininum, weiblich fαιφνιδιασμόςαιφνιδιασμός
- Angriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mαιφνιδιασμός επίθεσηÜberfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mαιφνιδιασμός επίθεσηαιφνιδιασμός επίθεση