„αιτιολογώ“: μεταβατικό ρήμα αιτιολογώ [etioloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) begründen begründen αιτιολογώ αιτιολογώ