„αισχροκερδής“: επίθετο, ως επίθετο αισχροκερδής [esxrokjerˈðis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αισχροκερδής, αισχροκερδές Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) wucherisch wucherisch αισχροκερδής αισχροκερδής „αισχροκερδής“: αρσενικό και θηλυκό αισχροκερδής [esxrokjerˈðis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Spekulant Spekulantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αισχροκερδής αισχροκερδής