αεροστεγής
[aerosteˈjis], αεροστεγής, αεροστεγέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- luftdichtαεροστεγήςαεροστεγής
esempi
- αεροστεγής συσκευασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fVakuumverpackungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αεροστεγώς κλεισμένος