„αεριοπροώθηση“: θηλυκό αεριοπροώθηση [aerioproˈoθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Düsenantrieb Düsenantrieb αεριοπροώθηση αεριοπροώθηση