„αδικημένος“ αδικημένος [aðikjiˈmenos], αδικημένη, αδικημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) benachteiligt benachteiligt αδικημένος αδικημένος