αδιαθεσία
[aðiaθeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Unwohlseinουδέτερο | Neutrum, sächlich nαδιαθεσίαUnpässlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαδιαθεσίααδιαθεσία
esempi
- αδιαθεσία λόγω υψομέτρου ιατρική | MedizinιατρHöhenkrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f