„αδιαίρετος“ αδιαίρετος [aðiˈeretos], αδιαίρετη, αδιαίρετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unteilbar, ungeteilt unteilbar αδιαίρετος που δε διαιρείται αδιαίρετος που δε διαιρείται ungeteilt αδιαίρετος που δε διαιρέθηκε αδιαίρετος που δε διαιρέθηκε