αδιάλλακτος
[aˈðialaktos], αδιάλλακτη, αδιάλλακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unversöhnlichαδιάλλακτοςαδιάλλακτος
- kompromisslosαδιάλλακτος ασυμβίβαστοςαδιάλλακτος ασυμβίβαστος
- starr, unflexibelαδιάλλακτος άκαμπτοςαδιάλλακτος άκαμπτος