αγωνίζομαι
[aɣoˈnizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-στηκα>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- kämpfen (για für, um εναντίον+γενική | +Genitiv +gen gegen)αγωνίζομαιαγωνίζομαι
- miteinander kämpfen (σε in+δοτική | +Dativ +dat)αγωνίζομαι συναγωνίζομαιαγωνίζομαι συναγωνίζομαι
- sich bemühenαγωνίζομαι προσπαθώαγωνίζομαι προσπαθώ