αγωνία
[aɣoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Besorgnisθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωνία στενοχώριαSorgeθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωνία στενοχώριααγωνία στενοχώρια
- Angstθηλυκό | Femininum, weiblich f (για um)αγωνία φόβοςαγωνία φόβος
- Ringenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαγωνία απεγνωσμένη προσπάθειααγωνία απεγνωσμένη προσπάθεια
- Spannungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωνία ανυπομονησίαUngeduldθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωνία ανυπομονησίααγωνία ανυπομονησία
- Aufregungθηλυκό | Femininum, weiblich fαγωνία ταραχήαγωνία ταραχή