„αγριοβότανο“: ουδέτερο αγριοβότανο [aɣrioˈvotano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Wildkraut, Kraut Wildkrautουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγριοβότανο αγριοβότανο (Heil-)Krautουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγριοβότανο θεραπευτικό αγριοβότανο θεραπευτικό