„αίθριο“: ουδέτερο αίθριο [ˈeθrio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Atrium, Innenhof Atriumουδέτερο | Neutrum, sächlich n αίθριο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ Innenhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m αίθριο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ αίθριο αρχιτεκτονική | Architekturαρχιτ