ίδρυση
[ˈiðrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gründungθηλυκό | Femininum, weiblich fίδρυση εταιρείας, κράτους, πόληςίδρυση εταιρείας, κράτους, πόλης
- Einrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fίδρυση ιδρύματοςEinrichtenουδέτερο | Neutrum, sächlich nίδρυση ιδρύματοςίδρυση ιδρύματος
esempi
- ίδρυση νέας επιχείρησης οικονομία | WirtschaftοικονExistenzgründungθηλυκό | Femininum, weiblich f